μικρολογία

μικρολογία
η
(Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος]
1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία
2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες
3. σχολαστικότητα
αρχ.
1. μικροπρέπεια
2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι με τα λόγια του, το να αποδίδει κανείς ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον
3. φειδωλότητα, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
4. στον πληθ. ασήμαντα πράγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικρολογία — μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρολογίᾳ — μῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl μῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρολογία — η 1. ησυζήτηση για μικρά και ασήμαντα θέματα: Συνήθως ασχολούνται με μικρολογίες. 2. μικροπρέπεια, σχολαστικότητα: Ήθελε να εκδικηθεί από μικρολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρολογίας — μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρολογία — σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρολογίας — σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρολογίᾳ — σμῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl σμῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Avarice — L Avarice. Gravure de Viollet le Duc L avarice est un état d’esprit qui consiste à ne pas vouloir se séparer de ses biens et richesses. L avarice est l un des sept péchés capitaux définis par le catholicisme à partir des interprétations d écrits… …   Wikipédia en Français

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”